γιαλαντζί

γιαλαντζί
1. ψεύτικος
2. «γιαλαντζί ντολμάς» — ντολμάς νηστήσιμος, με ρύζι και μυρωδικά τυλιγμένα σε αμπελόφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. τουρκ. yalanci «ψεύτικος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”